Το όνομα της Φανοτής αναφέρεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο κατά την εξιστόρηση των γεγονότων που προηγήθηκαν της ρωμαϊκής κατάκτησης της Ηπείρου. Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια του στρατηγού Άππιου Κλαύδιου να την καταλάβει με πολιορκία το 170/169 π.Χ., η πόλη παραδόθηκε τελικά στις ρωμαϊκές λεγεώνες την επόμενη χρονιά, μετά την ήττα του Μακεδόνα βασιλιά Περσέα στην Πύδνα, πρώτη από όλες τις ηπειρωτικές πόλεις.
Ο λόφος της Ντόλιανης είναι διάσπαρτος από αρχαιολογικά κατάλοιπα που καλύπτουν ένα ευρύτατο χρονολογικό φάσμα από την αρχαιότητα έως και τους μεταβυζαντινούς (οθωμανικούς) χρόνους. Στη βόρεια και ανατολική πλευρά του, καθώς και στα βατά σημεία της -φυσικά οχυρής- δυτικής πλευράς περιβάλλεται από διπλή ισχυρή ισοδομική οχύρωση, η οποία, εξαιτίας της διαχρονικής κατοίκησης, έχει δεχτεί πολλαπλές επεμβάσεις έως και τα νεότερα χρόνια. Μία προέκταση του τείχους προς τα βορειοδυτικά εξασφάλιζε την απρόσκοπτη πρόσβαση των κατοίκων στον ποταμό Καλαμά. Η μνημειακού χαρακτήρα τοξωτή κύρια πύλη της οχύρωσης βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του εξωτερικού οχυρωματικού περιβόλου, μεταξύ δύο ισχυρών ορθογώνιων πύργων, ενώ τρεις ακόμη πύλες υπήρχαν στον εσωτερικό οχυρωματικό περίβολο.
Στους ύστερους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους (4ος ~ 2ος αι. π.Χ.) ο οικισμός εκτείνεται, κυρίως, στην κορυφή του υψώματος, εντός του εσωτερικού οχυρωματικού περιβόλου της «ακρόπολης», ενώ λιγότερο συστηματική φαίνεται ότι ήταν η κατοίκηση στην περιοχή μεταξύ των δύο οχυρωματικών περιβόλων. Τμήμα του αρχαίου πολεοδομικού ιστού αποκαλύφθηκε στο βορειοανατολικό τμήμα της «ακρόπολης».
Μετά τον 10ο αι. μ.Χ., κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο, το αρχαίο νεκροταφείο εξωτερικά του οικισμού επαναχρησιμοποιείται και επεκτείνεται, ενώ μικρός κοιμητηριακός μονόχωρος ναός κατασκευάζεται επάνω στον κατεστραμμένο δυτικό πύργο της κύριας πύλης της οχύρωσης. Στον περιβάλλοντα χώρο του ναΐσκου μεταφέρεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο το νεκροταφείο του οικισμού, όπου οι διαπιστωμένες ταφές ξεπερνούν τις 100. Ένας κεραμικός κλίβανος που εντοπίστηκε στην περιοχή της πύλης συνδέεται, επίσης, με τη βυζαντινή φάση κατοίκησης.
Γύρω στο 12ο αι. κατασκευάστηκε, πιθανότατα, ο πύργος που σώζεται στο ψηλότερο σημείο του υψώματος. Μετά την οθωμανική κατάκτηση χρονολογείται το τετράπλευρο κτίριο με τα τοξωτά ανοίγματα που σώζεται επάνω στον νοτιοανατολικό πύργο της εσωτερικής οχύρωσης και αποτελούσε, πιθανόν, μουσουλμανικό τέμενος και τμήμα ενός ευρύτερου κτιριακού συγκροτήματος κοινόχρηστου χαρακτήρα.
Σε όλη την έκταση της «ακρόπολης» είναι ορατά εκτεταμένα οικιστικά κατάλοιπα, που ανήκουν σε μικρό μεταβυζαντινό (οθωμανικό) οικισμό αγροτοκτηνοτροφικού χαρακτήρα, ενώ στο κέντρο του βρισκόταν ένα κυκλικό αλώνι-πλατεία. Οι κατοικίες ήταν λιθόκτιστες, είχαν συνήθως δύο ορόφους, εσωτερική τουαλέτα και ευρύχωρη αυλή με βοηθητικούς χώρους. Ο οικισμός αυτός φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε σταδιακά μέχρι το τέλος της οθωμανικής περιόδου.
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ντόλιανης αναδείχθηκε και κατέστη επισκέψιμος με χρηματοδότηση από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ηπείρου του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.
Πρόσβαση: Η Ντόλιανη βρίσκεται, περίπου, 16 χλμ. βορειοανατολικά της Ηγουμενίτσας. Ακολουθώντας την παλαιά Ε.Ο. Ηγουμενίτσας - Ιωαννίνων, ο επισκέπτης περνά τον οικισμό του Αγ. Γεωργίου και στρίβει στην πρώτη διασταύρωση που συναντά δεξιά προς Γεροπλάτανο. Θα συναντήσει την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου μετά από διαδρομή 1,5 χλμ.
Ο χώρος είναι επισκέψιμος μόνο κατόπιν συνεννόησης με την ΕΦ.Α. Θεσπρωτίας: Δευτέρα-Παρασκευή - τηλ.: 26650.29177/8, e-mail: efathe@culture.gr
Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου Ντόλιανης |
Η κύρια πύλη της οχύρωσης |
Η νότια οχύρωση και το «Κτίριο με τα τοξωτά ανοίγματα» |
Άποψη της «ακρόπολης» |